- βαθύβιος
- ος , ον глубоководный (о животных)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βαθύβιος — (bathybius). Ονομασία που δόθηκε σε άμορφη βλεννώδη μάζα, η οποία ανακαλύφθηκε στα μέσα του περασμένου αιώνα από τον Χάξλεϊ σε μεγάλα βάθη του Ατλαντικού ωκεανού (5.000 6.000 μ.). Η ανακάλυψη αυτή έδωσε αφορμή για έρευνες και αντεγκλήσεις ανάμεσα … Dictionary of Greek
βαθύβιος — α, ο αυτός που ζει στα μεγάλα βάθη των ωκεανών: Οι βαθύβιοι οργανισμοί είναι και οι απλούστεροι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek